Στα χρόνια πού ακολούθησαν την αναγνώριση του Χριστιανισμού από τον Μέγα Κωνσταντίνο, (313-337 μ. Χ. περίπου), ελάχιστοι χριστιανοί υπήρχαν στην Παλαιστίνη. Αξιόλογα χριστιανικά κέντρα της εποχής εκείνης ήταν η Ιαττίρ και η Ανίμ. Από πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου υπογράφουν οι επίσκοποι των διαφόρων πόλεων, αλλά και από πληροφορίες των Ιστορικών, γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 4ου αιώνα, είχαν χριστιανούς οι παρακάτω πόλεις :
1. Ιερουσαλήμ ή Αιλία
2. Σεβάστεια ή Σαμάρεια
3. Λύδδα ή Διόσπολη
4. Ιόππη ή Σάρωνα
5. Εμμαούς ή Νικόπολη
6. Συχέμ ή Νεάπολη
7. Βηθαβαρά
8. Γάδαρα
9. Σκυθόπολη (σημερινό Μπέϊτ Σιάν)
10. Ελευθερούπολη (σημερινό Μπέϊτ Τζουμπρίν πλησίον Άϊν Γκέντι
11. Ιεριχώ
12. Ιάμνεια
13. Ασκάλων
14. Γάζα
15. Αΐλη ή Αιλάς (σημερινό Εϊλάτ)
16. Βηθλεέμ
17. Ιαττίρ και Ανίμ, νοτίως της Χεβρώνος
Κέντρο του Χριστιανισμού της Παλαιστίνης ήταν η Καισάρεια. Η Ιερουσαλήμ ή Αιλία ήταν άσημο χωριό. Ο επίσκοπος της υπαγόταν στον Μητροπολίτη Καισαρείας. Ο Άγιος Τάφος ήταν ακόμη σε χέρια εθνικών. Ομιλούμενη γλώσσα ήταν η Ελληνική και σπάνια η Αραμαϊκή. Ο Χριστιανισμός είχε να αντιμετωπίσει δύο εχθρούς, τον Ιουδαϊσμό με κέντρο την Τιβεριάδα και τον Εθνικισμό με κέντρο την Γάζα.
Στην διάδοση του Χριστιανισμού συντέλεσε πολύ την εποχή αυτή ο Άγιος Ιλαρίωνας, Ιεραπόστολος του Χριστιανισμού στην Παλαιστίνη μεταξύ των Εθνικών. Γεννήθηκε το 290 στην περιοχή της Γάζας από εθνικούς γονείς. Φοίτησε στην Γάζα και ύστερα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήρθε σε επαφή και με χριστιανούς, πιθανόν δε και με την Κατηχητική Σχολή Αλεξάνδρειας. Γνωρίστηκε εκεί με τον Άγιο Αντώνιο, τον οποίο και ακολούθησε στην έρημο και διδάχτηκε τον μοναχικό βίο. Επέστρεψε έπειτα στην παρτίδα του γύρω στο 306 σε ηλικία 12 ετών και επιδόθηκε σε αυστηρή άσκηση μέσα σε μικρή καλύβα, πού κατασκεύασε ο ίδιος. Ήταν βαθύς γνώστης των Αγίων Γραφών, τις οποίες ερμήνευε σ’ όσους προσέρχονταν σ’ αυτόν. Μ’ αυτό τον τρόπο προσήλκυε πολλούς εθνικούς στον Χριστιανισμό. Εκείνο όμως πού τραβούσε τα πλήθη ήταν το παράδειγμά του. Περισσότερο θαύμαζαν τις πράξεις του παρά τους λόγους του. Οι παρειές του ήταν λείες, το σώμα του ισχνό και αντί για ένδυμα φορούσε σάκο και πάνω από αυτόν δερμάτινο κάλυμμα, που του είχε χαρίσει ο Άγιος Αντώνιος. Εγκατέλειψε την καλύβα του μόνο μετά από μακροχρόνια άσκηση και ήλθε στον κόσμο όπου συνετέλεσε πλέον στην διάδοση του Χριστιανισμού και με τα θαύματά του. Ο ιστορικός Σωζόμενος, που μας διασώζει τον βίο του, στην Εκκλησιαστική του ιστορία, ήταν μέλος οικογένειας, πού είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό με προσπάθεια του Αγίου Ιλαρίωνα. Άλλος βιογράφος του είναι ο Άγιος Ιερώνυμος, εκκλησιαστικός πατέρας της δύσεως, πού για ένα διάστημα ασκήτεψε στην Βηθλεέμ. Ο ρόλος του Αγίου Ιλαρίωνα διπλός. Ιεραπόστολος του Χριστιανισμού και εισηγητής του Μοναχικού βίου στην Εκκλησία της Παλαιστίνης.