Οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων κατόρθωσαν να διαφύγουν, πριν από την πολιορκία, στην Πέλλα, ελληνική πόλη στα ανατολικά του Ιορδάνη. Επίσκοπό τους μετά τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, εξέλεξαν εκεί τον Συμεών (106 μ. Χ.), αδελφό του Κυρίου. Ποίμανε την εκκλησία Ιεροσολύμων στην Πέλλα μέχρι το 106 σ’ ηλικία 120 ετών, οπότε και βασανίστηκε και οδηγήθηκε στο σταυρικό θάνατο. Από τότε μέχρι και το 134 χρημάτισαν επίσκοποι της Εκκλησίας Ιεροσολύμων στην Πέλλα 13 ακόμη επίσκοποι, Ιουδαίοι στην καταγωγή. Έχουμε, δηλ. εξ Ιουδαίων επισκόπους από την αρχή της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, συμπεριλαμβανομένων των δύο πρώτων Ιακώβου του Αδελφοθέου και του Συμεών. Όλοι αυτοί ήταν Χριστιανοί εξ Ιουδαίων, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Ευσέβιος.
Στην Πέλλα εξακολουθούσε να παρατάσσεται η Εκκλησία Ιεροσολύμων από τους Ιουδαΐζοντες. Πρώτος Επίσκοπος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, προερχόμενος εξ εθνών ήταν ο Μάρκος (134 μ. Χ.). Τότε (134) επετράπη στους χριστιανούς της Πέλλας να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ, επειδή θεωρήθηκαν χριστιανοί εξ Ελλήνων (εξ εθνών) και όχι εξ Ιουδαίων. Η Ιερουσαλήμ όμως μετά την καταστροφή του 70 μ. Χ είχε καταντήσει μία άσημη πόλη και διοικητικά και πολιτικά υπαγόταν στην Καισάρεια, έδρα του διοικητή της Παλαιστίνης. Γι’ αυτό και ο επίσκοπος Ιεροσολύμων υπαγόταν στον επίσκοπο της Καισαρείας.
Την είσοδο των χριστιανών στην Ιερουσαλήμ επέτρεψε ο αυτοκράτορας Αδριανός το 134 επειδή είχε αποδεχτεί την απολογία υπέρ του Χριστιανισμού των απολογητών Κοδράτου και Αριστείδη στην Αθήνα. Οι διαθέσεις όμως του Αδριανού άλλαξαν, όταν επέστρεψε στην Ρώμη. Διέταξε να εξαφανιστούν τα ιουδαϊκά και χριστιανικά μνημεία από την Ιερουσαλήμ και Βηθλεέμ και να στηθούν στη θέση τους ειδωλολατρικά. Έτσι στην περιοχή του Ναού του Σολομώντος ανεγέρθηκε ναός του Δία, στον τόπο του Γολγοθά και του Αγίου Τάφου στήθηκαν αγάλματα της Αφροδίτης και επί του σπηλαίου της Βηθλεέμ ναός άλσος του Άδωνη. Αυτό έγινε, προκειμένου να λησμονηθούν οι Άγιοι Τόποι με την πάροδο του χρόνου και να μη μεταβαίνουν οι χριστιανοί για προσκύνημα σ’ αυτούς. Το αποτέλεσμα όμως ήταν αντίθετο. Τα αγάλματα και οι ναοί ήταν μια επιβεβαίωση του ότι σ’ αυτούς τους τόπους, πού ήθελαν οι ειδωλολάτρες να βεβηλώσουν, είχαν λάβει χώρα η Γέννηση, Σταύρωση και Ανάσταση του Κυρίου.
Την εκκλησία Ιεροσολύμων μετά τον Μάρκο και μέχρι το 185 μ. Χ. ποίμαναν 13 επίσκοποι, μετά τους οποίους έγινε επίσκοπος Ιεροσολύμων ο Νάρκισσος (185-211). Επί Ναρκίσσου έγινε σύνοδος της Παλαιστίνης στην Καισάρεια (190) και ασχολήθηκε με τον εορτασμό του Πάσχα. Ως γνωστό, οι εκκλησίες της Παλαιστίνης γιόρταζαν το Πάσχα την 14η του Νισάν, ημέρα θανάτου του Κυρίου, σ’ οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδος κι αν έπεφτε. Στη δύση το Πάσχα γιορταζόταν πάντοτε ημέρα Κυριακή. Την διαφορά έλυσε τελικά όχι η σύνοδος της Καισάρειας, αλλά η Α΄ Οικουμενική (325). Ο Νάρκισσος για την αγιότητα του βίου του τιμήθηκε ως άγιος (7 Αυγούστου).