Πρώτος επίσκοπος της εκκλησίας Ιεροσολύμων χρημάτισε ο Άγιος Ιάκωβος, ο οποίος στην Καθολική Επιστολή του αποκαλεί τον εαυτό του «Θεού και Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού δούλο». Ενώ ο Απόστολος Παύλος τον αποκαλεί «αδελφό του Κυρίου».
Η παράδοση από τον δ΄ αιώνα τον ονομάζει «Αδελφόθεο». Ήταν αδελφός του Κυρίου κατά νόμο και όχι κατά σάρκα. Ο Κύριος δεν είχε σαρκικούς αδελφούς, γιατί ούτε ο Ιωσήφ ήταν φυσικός πατέρας, ούτε η Παρθένος γέννησε άλλον υιό μετά από εκείνον. Οι αδελφοί του Χριστού Ιάκωβος, Ιωσήφ, Σίμων, κι Ιούδας ήταν γιοι του Ιωσήφ από την πρώτη του γυναίκα, που είχε πεθάνει, όταν μνηστεύθηκε την Παναγία.
Η αρχαία παράδοση της εκκλησίας κατατάσσει τον Άγιο Ιάκωβο στον κύκλο των 70 και όχι στον κύκλο των 12 Αποστόλων.
Ανατράφηκε και διδάχτηκε την Αγία Γραφή στην Ναζαρέτ, πατρίδα του Κυρίου. Αφοσιώθηκε στο Θεό ως «Ναζίρ» (Ναζιραίος), δηλαδή άγιος, άθικτος, αφορισμένος. Λόγω της αγιότητας του βίου του ονομάστηκε «ωβλίας ή δίκαιος». Όπως και οι υπόλοιποι αδελφοί του Κυρίου, δεν πίστεψε στον Κύριο παρά μόνο μετά την Ανάσταση.
Εθεωρείτο μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη, ως ένας από του «στύλους της εκκλησίας».
Ήταν χειραγωγός, δηλαδή πνευματικός οδηγός της εκκλησίας Ιεροσολύμων, αλλά και άλλων Εκκλησιών, που είχαν ως πρότυπο σε θέματα εκκλησιαστικής τάξης και λατρείας, την Μητέρα των Εκκλησιών. Έγραψε Θεία Λειτουργία, την οποία παρέλαβαν και οι άλλες εκκλησίες, κι η οποία τελείται σήμερα μόνο στην ημέρα της μνήμης του (23 Οκτωβρίου). Έγραψε Καθολική, δηλαδή εγκύκλιο Επιστολή προς τις χριστιανικές κοινότητες, που προέρχονται από τις 12 φυλές του Ισραήλ στην Διασπορά. Στην Επιστολή αυτή κάνει λόγο για τους πειρασμούς, που καταλαμβάνουν τους χριστιανούς, για τη σχέση πίστης και έργων, για τη διδασκαλία, για την αληθινή σχέση του ανθρώπου προς το Θεό και τον κόσμο και για τους φτωχούς και πλούσιους.