Ο Ωριγένης (185-254) είναι από τους πιο μεγαλοφυείς άνδρες της ανθρωπότητας και από τους πιο μεγάλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Πιθανόν να είναι ο πολυγραφότερος συγγραφέας όλων των αιώνων. Έγραψε τόσα πολλά πού λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να τα διαβάσουν σ’ όλη τους τη ζωή. Τα έργα του είναι κριτικά, (αποκάθαρση και διόρθωση του κειμένου της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης), ερμηνευτικά, δογματικά, αντιαιρετικά. Αναζητεί την αλήθεια στα έργα του αυτά χρησιμοποιώντας την Ελληνική φιλοσοφία και την αλληγορική μέθοδο, την βίβλο και την εκκλησιαστική παράδοση, προσπαθώντας να συνδυάσει γνώση και πίστη και τονίζοντας το πνεύμα του μαρτυρίου και της χριστιανικής αγάπης. Στην προσπάθειά του αυτή υπέπεσε σ’ ορισμένες πλάνες, οι οποίες έβλαψαν κυρίως γιατί χρησιμοποιήθηκαν από τους οπαδούς του, για να στηρίζουν δικές τους απόψεις.
Σωστά χρησιμοποιώντας το έργο του Ωριγένη ο Μέγας Αθανάσιος και οι Καππαδόκες πατέρες παίρνοντας και προβάλλοντας ό,τι ωφελούσε και συμφωνούσε με την αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας και αφήνοντας κατά μέρος ό,τι έβλαπτε και ήταν αντίθετο σ’ αυτή. Ήταν δηλαδή εκλεκτικοί. Πίστευαν από τις εσφαλμένες απόψεις του Ωριγένη είναι :
1. Διδασκαλία προΰπαρξης των ψυχών
2. Διδασκαλία περί μετεμψύχωσης
3. Άρνηση ανάστασης των σωμάτων
4. Άρνηση ύπαρξης πραγματικής κολάσεως και πραγματικού παραδείσου
5. Διδασκαλία αποκατάστασης των πάντων (συγχώρησης όλων κι αυτού ακόμα του διαβόλου).
Οι διδασκαλίες του αυτές χρησιμοποιήθηκαν με διάφορους τρόπους από τους οπαδούς και τους αντιπάλους του.
Αδιάλλακτος αντίπαλος του Ωριγένη ήταν ο Επιφάνιος από την Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης, μαθητής του Αγίου Ιλαρίωνα και μετέπειτα επίσκοπος Σαλαμίνας της Κύπρου. Είχε αγιότητα βίου και μόρφωση μεγάλη, πού απόκτησε μόνος του και όχι σε σχολές, γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να εννοήσει τα συγγράμματα του Ωριγένη, όπως οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας. Θεωρούσε υπό της ελληνικής παιδείας «τυφλωθέντα» και τον αποκαλούσε αρχηγέτη όλων των αιρέσεων.
Όταν το 392 ήρθε για επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ, βρήκε σύμμαχο τον Ιερώνυμο, μεταφραστή της Αγίας Γραφής στην Λατινική και κάτοικο τότε της Βηθλεέμ. Χωρίς να ανακοινώσει τίποτε προηγουμένως στον επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιωάννη, επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον των Ωριγενιστών σε ομιλία του στο Ναό της Αναστάσεως και απαίτησε την καταδίκη του Ωριγένη. Ο Ιωάννης απόκρουσε την πρόταση λέγοντας ότι ναι μεν υπάρχουν εσφαλμένες απόψεις στον Ωριγένη, αλλά στο σύνολό του είναι άνδρας πιστός και ευσεβής. Μετά από αυτό ο Επιφάνιος ήρθε σε μοναστήρι, πού είχε ιδρύσει στην Ελευθερούπολη και ανέλαβε αγώνα κατά του Ιωάννη συμβουλεύοντας τους μοναχούς της περιοχής να διακόψουν την επικοινωνία μ’ αυτόν. Επί πλέον συνέπραττε με τον Ιερώνυμο, τον αδελφό του οποίου χειροτόνησε αντικανονικά σε πρεσβύτερο.
Ο Ιερώνυμος παρέμενε στην Βηθλεέμ, αλλ’ η ωριγενιστική έριδα μεταφέρθηκε στη Ρώμη, γιατί εκεί είχε μεταβεί άλλος εκκλησιαστικός συγγραφέας της Δύσης, πού έμενε στο όρος των Ελαιών, ο Ρουφίνος, ο οποίος μετέφρασε στην Λατινική το έργο του Ωριγένη «περί Αρχών» και στην εισαγωγή κατέταξε τον Ιερώνυμο μεταξύ των θαυμαστών του Ωριγένη. Ο Ιερώνυμος αντεπετέθηκε με επιστολές ανέμεινε τον επίσκοπο της Ρώμης Αναστάσιο και Ιεροσολύμων Ιωάννη και συνέχισε τον αγώνα μέχρι το 402, οπότε επενέβη ο επίσκοπος Ιππώνος της Αφρικής, ιερός Αυγουστίνος, και κατεύνασε τα πνεύματα υποδεικνύοντας το άτοπο των διαπληκτισμών, μάλιστα μεταξύ εκκλησιαστικών ανδρών.
Ο Ιερώνυμος, δυστυχώς, δεν υποχώρησε, αλλά βρήκε σύμμαχο τον Θεόφιλο, επίσκοπο Αλεξανδρείας, άνδρα ευμετάβολο και πρώην Ωριγενιστή, πού κατέστρεψε ορισμένες μονές Ωριγενιστών στην Αίγυπτο και έπειτα τους κατεδίωξε. Αυτοί ζήτησαν καταφύγιο στην εκκλησία των Ιεροσολύμων, αλλά επειδή δεν έγιναν δεκτοί, ζήτησαν την προστασία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο Θεόφιλος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να απολογηθεί συμπαράσυρε και τον Επιφάνιο επίσκοπο Σαλαμίνας, ο οποίος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αναχώρησε αμέσως και στην επιστροφή του το 403 απέθανε. Παρέμεινε ο Θεόφιλος, πού με τις ραδιουργίες του κατόρθωσε να εκθρονιστεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, να εξοριστεί δύο φορές και να πεθάνει στην εξορία στην Κουκουσό το 407.
Από την εξορία ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έγραψε επιστολές στον Ιωάννη Ιεροσολύμων. Από τα παραπάνω αποσπάσματα των επιστολών εκείνων φαίνετε η αγάπη μεταξύ των δύο ανδρών και η εκτίμηση, πού έτρεφε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προς τον Ιωάννη των Ιεροσολύμων, για τους αγώνες του υπέρ της ειρήνης της εκκλησίας «απωκίσθημεν εις Κουκουσόν, της δε αγάπης της υμετέρας ου μετωκίσθημεν» Δηλαδή, μεταφερθήκαμε με τη βία στην Κουκουσό, από την αγάπη όμως προς το πρόσωπό σας δεν μετατεθήκαμε, γιατί το πρώτο εξαρτάτο από άλλους, το δεύτερο, όμως, από εμάς. «Παρακαλούμεν υμών την ευλάβειαν, την ανδρείαν, ην εξ αρχήν επεδείξασθε… ταύτην και νύν διατηρείντο». »’Ισμεν (γνωρίζουμε), όσην περί ημάς αγάπην επιδείκνυσαι, δια των πραγμάτων αυτών μαθόντες».
Οι Ωριγενιστικές έριδες έληξαν προς στιγμήν με το θάνατο του Ιερωνύμου το 410 στην Μεσσήνη της Σικελίας.