Αντιπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας επί των Προσκυνημάτων ήταν οι φραγκισκανοί μοναχοί. Αυτοί ασχολούνταν με τα προσκυνηματικά. Από τον 17ο αιώνα άρχισαν να σχηματίζονται και λατινικές κοινότητες με προσήλυτους Μαρωνίτες και ορθοδόξους. Στην αύξηση των μελών των κοινοτήτων αυτών συντέλεσαν και οι Ιησουΐτες μοναχοί με κύριο μέσο τον ουνιτισμό. Η Αιγυπτιακή κατάκτηση της Παλαιστίνης διευκόλυνε την εγκατάσταση και άλλων λατινικών ταγμάτων, τα οποία μέχρι το 1840 είχαν ελκύσει περί τους 2000 ορθοδόξους στο Ρωμαικαθολικισμό.
Το 1847 ο πάπας Πίος Θ΄ επανίδρυσε το λατινικό Πατριαρχείο διορίστηκε ο Ιωσήφ Βαλέριος, άνδρας με πολλά προσόντα και ιεραποστολική παρά την Ανατολή. Ύστερα από προστριβές με τους Φραγκισκανούς και ύστερα από προσφυγή στις μεγάλες δυνάμεις και στη Ρώμη, ορίστηκε ότι ο μεν πατριάρχης θα είναι αφοσιωμένος στο προσηλυτιστικό έργο, οι δε φραγκισκανοί μοναχοί θα είναι ανεξάρτητοι στα προσκυνήματα, με επικεφαλή τον ηγούμενό τους.
Μετά τον ορισμό των αρμοδιοτήτων του ο Βαλέριος επιδόθηκε στο προσηλυτιστικό έργο με τη βοήθεια είκοσι πέντε περίπου μοναχικών ταγμάτων. Μόρφωσε ιεροκήρυκες, γνωστές της αραβικής, τους Οποίους έστελνε στην ύπαιθρο χώρα πρώτα. Ίδρυσε ναούς, μοναστήρια, σχολεία, οικοτροφεία, διοργάνωσε πανηγύρεις, σύστησε συλλόγους, παρείχε εργασία, δώρα, χρήματα. ενισχυτικοί σύλλογοι και σωματεία, ιδρύθηκαν γι’ αυτό το σκοπό και στην Ευρώπη. Εβραίος προσήλυτος του Ρωμαιοκαθολικισμού, ο Ρατισμπόν, ίδρυσε το σωματείο «των αδελφών της Σιών». Και άλλες αδελφές άλλων μοναχικών ταγμάτων ίδρυσαν ιατρικούς σταθμούς, έμπαιναν σε οικογένειες και περιμάζευαν αρρώστους, φτωχούς και ορφανά παιδιά. Τα έργα αυτά δε θα είχαν καμιά μορφή, εάν δεν είχαν ως αντάλλαγμα την αλλαγή του δόγματος των βοηθουμένων.
Μεγαλύτερη προπαγάνδα έγινε μέσω του ουνιτισμού με το παραπλανητικό πρόσχημα της διατήρησης των ανατολικών εκκλησιαστικών εθίμων. Το 1849 ο πατριάρχης των ουνιτών Συρίας-Παλαιστίνης Μακάριος, συγκάλεσε σύνοδο 9 ουνιτών επισκόπων στην Ιερουσαλήμ, και πρότεινε το μνημόσυνο του πάπα στις τελετές, τη χρήση των ενζύμων και όχι αζύμων και στην κοινωνία σώματος και αίματος. Οι μισοί ουνίτες της Ναζαρέτ δε δέχτηκαν ούτε τις τελευταίες αυτές αποφάσεις και επανήλθαν στην ορθοδοξία. Εάν η ορθόδοξη εκκλησία ενεργούσε τότε αποτελεσματικά, θα απέτρεπε μάλλον οριστικά τον κίνδυνο του ουνιτισμού.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα είχε αναζητήσει προσήλυτους στην Παλαιστίνη και ο Προτεσταντισμός. Κινήθηκε όμως πιο δραστήρια μετά το 1841. Ήδη από το 1820 αποστέλλονταν στην Ιερουσαλήμ προτεστάντες ιεραπόστολοι από την αγιογραφική εταιρία του Λονδίνου, με σκοπό τη διάδοση της αγίας Γραφής μεταξύ των Ιουδαίων. Αυτοί εργάστηκαν χωρίς αποτέλεσμα, εκτός από δύο Αμερικανούς, Δώζδ και Βίτιγγ οι οποίοι κατοίκησαν με ενοίκιο στη Μονή των Αρχαγγέλων, επειδή δεν έδιναν υποψίες.
Στον Βίτιγγ, πού παρέμεινε τελικά, δόθηκε η άδεια να διδάσκει κατά τις εορτές το λαό, να διανέμει την αγία Γραφή, βιβλία, βοήθειες και να επισκέπτεται ελεύθερα τα σχολεία των ορθοδόξων. Όταν ανακαλύφτηκαν οι προσηλυτιστικές του διαθέσεις, του δόθηκε το ποσό, πού είχαν δανειστεί απ’ αυτόν οι ορθόδοξοι και απομακρύνθηκε από τη Μονή των Αρχαγγέλων. Στο εξής ο Βότιγγ έθεσε τα θεμέλια της συστηματικής προτεσταντικής Προπαγάνδας στην Παλαιστίνη.
Μετά την απομάκρυνση των Αιγυπτίων από την Παλαιστίνη και την αποτυχία των προστατευτικών προτάσεων των μεγάλων δυνάμεων συμφώνησαν η Αγγλία και η Πρωσία για εγκατάσταση στην Ιερουσαλήμ άγγλο-πρώσου επισκόπου εκ περιτροπής. Ως έδρα του ορίστηκε η Σιών, όπου το 1839 η αγγλική Ιεραποστολική «εταιρεία προς επιστροφή των Εβραίων εις τον προτεσταντισμό» είχε μικρό γήπεδο και είχε Ιδρύσει οικία για ιεραποστόλους, σχολή και ναό.
Ως πρώτος «επίσκοπος της εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου εν Ιερουσαλήμ» διορίστηκε από την Αγγλία ο Εβραϊκής καταγωγής και γνώστης της Αραβικής Αλεξάντερ, πού τον υποδέχτηκαν το 1842 οι τρεις προτεσταντικές Εβραϊκές οικογένειες των Ιεροσολύμων. Έτσι ιδρύθηκε η παράνομη με εκκλησιαστικά κριτήρια προτεσταντική αυτή επισκοπή.
Διάδοχος του Αλεξάντερ διορίστηκε από την Πρωσσία το 1847 ο Σαμουήλ Γοβάτ, ο οποίος άρχισε να ενεργεί εναντίον των αγγλικών συμφερόντων και να προσηλυτίζει ορθοδόξους και λατίνους της Παλαιστίνης, όχι μόνο στην Ιερουσαλήμ, αλλά και στις επαρχίες π.χ. στην Νεάπολη, όπου ίδρυσε Σχολή, και στη Ναζαρέτ. Εναντίον του τάχθηκε το Αγγλικό Προξενείο και έλαβε σειρά μέτρων η αγιοταφιτική αδελφότητα, αλλ’ εκείνος εξακολουθούσε το προσηλυτιστικό του έργο, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να μην δέχεται τους ορθοδόξους, όταν προσέρχονται στον προτεσταντισμό. Το έργο του Γοβάτ συνέχισαν και άλλοι προτεστάντες Ιεραπόστολοι. Ναι μεν διαλύθηκε η αγγλοπρωσική ένωσις, εδραιώθηκε όμως ο προτεσταντισμός στους αγίους Τόπους με τις ίδιες μεθόδους, με τις οποίες είχε εδραιωθεί και ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Έτσι συντέλεσε και ο Προτεσταντισμός με τη σειρά του στην καπήλευση και διαστροφή του θρησκευτικού βιώματος.