Όταν έληξαν προσωρινά οι Ωριγενιστικές έριδες στην εκκλησία των Ιεροσολύμων, τότε εμφανίστηκε ο Πελαγιανισμός. Ο Πελάγιος ήταν βρετανός μοναχός, πού δίδασκε ότι τη σωτηρία του ανθρώπου είναι αρκετά τα έργα του και επομένως δεν ήταν απαραίτητη η Θεία Χάρις, την οποία αντιλαμβανόταν ως ένα εξωτερικό και αόριστο τρόπο, με τον οποίο ο θεός κατευθύνει τον άνθρωπο στη σωτηρία. Επί πλέον περιόριζε το προπατορικό αμάρτημα μόνο στους πρωτοπλάστους κι’ όχι στους απογόνους τους. Το προπατορικό αμάρτημα επιδρούσε στους μεταγενεστέρους, κατά τον Πελάγιο, μόνο ως κακό παράδειγμα και όχι ως κληρονομικό. Τα νήπια επομένως δεν πρέπει να βαφτίζονται, αφού δεν έχουν προπατορικό αμάρτημα ούτε προσωπικές αμαρτίες. Το βάφτισμα συγχωρεί προσωπικές μόνο αμαρτίες, αφού το προπατορικό αμάρτημα είναι ανύπαρκτο, γι’ αυτό και πρέπει να γίνεται σε μεγάλη ηλικία. Το θάνατο θεωρούσε ο Πελάγιος σαν κάτι φυσικό. Εάν όμως ο θάνατος είναι κάτι το φυσικό, άρα όχι κακό, τότε δεν ήταν αναγκαία η ενανθρώπηση του Χριστού, με την οποία μας έσωσε από τον θάνατο.
Ο Πελάγιος διέδιδε τη διδασκαλία του στην Παλαιστίνη από το 411 και εξής. Ο αντίπαλος του όμως Αυγουστίνος, πού δίδασκε ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος σώζεται μόνο με τη θεία Χάρη, προκάλεσε με αντιπροσώπους του τη σύγκληση δύο συνόδων, μιας στην Ιερουσαλήμ και μιας στην Διόσπολη (Λύδδα), ο Πελάγιος όμως αναίρεσε ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του και δεν καταδικάστηκε. Η ορθόδοξη θέση, όσον αφορά την σωτηρία είναι ότι ο άνθρωπος δε σώζεται ούτε με μόνο τα έργα, ούτε με μόνο τη Θεία Χάρη, αλλά με συνδυασμό της θείας Χάριτος και των έργων.