Ο Κοινοβιακός Βίος και ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης (424 – 529)

O άγιος Θεοδόσιος «ο κοινοβιάρχης» καταγόταν επίσης από την Καππαδοκία, από το χωριό Μογαρισσό, πού ήταν κοντά από τα Κόμανα, τόπος εξορίας του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Μικρός μελέτησε πολύ την Αγία Γραφή και νεαρός ήρθε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και έπειτα να μονάσει (451). Αρχικά στο κοινόβιο των Σπουδαίων, στην περιοχή του πύργου του Δαυίδ, για περισσότερη όμως ησυχία αναχώρησε κι’ εκείνος, όπως και ο άγιος Σάββας, προς το νότο, κι’ έφθασε σε κάποιο σπήλαιο μεταξύ βηθλεέμ και της μονή αγίου Σάββα, στο οποίο σύμφωνα με την παράδοση διανυκτέρευσαν οι μάγοι, όταν επέστρεψαν από την προσκύνηση του Κυρίου. Εκεί έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα ασκούμενος κι’ έπειτα αποφάσισε να ιδρύσει κοινόβιο του τύπου του αγίου Θεοκτίστου και αγίου Γερασίμου.

    Η σχέση του κοινοβίου αυτού με την Λαύρα του Αγίου Σάββα ήταν η ίδια με τη σχέση των δύο προαναφερθέντων κοινοβίων και της Λαύρας του Αγίου Ευθυμίου. Τους αρχαρίους μοναχούς παρέπεμπε ο Άγιος Σάββας στο Θεοδόσιο, τον οποίο ονόμαζε «Ηγούμενο παίδων», ενώ τον εαυτό του θεωρούσε «Ηγούμενο ηγουμένων». Εξακολουθούσε δηλαδή να είναι και αυτό το κοινόβιο ένα προκαταρκτικό στάδιο προετοιμασίας, για όσους ήθελαν να γίνουν αναχωρητές. Οι «εσωτερική» του όμως διοργάνωση ήταν διαφορετική απ’ αυτή του κοινοβίου του Αγίου Θεοκτίστου και Αγίου Γερασίμου, και αυτό οφειλόταν κυρίως στην τοποθεσία του. Βρισκόταν σε σχετικά εύφορο τόπο, κοντά κάπως προς τον κόσμο με θέα προς τη Βηθλεέμ, Ιερουσαλήμ, Όρος Ελαιών, Σαραντάριο Όρος, και κατ’ ανάγκη η ζωή των μοναχών έπρεπε να συνδεθεί περισσότερο με το λαό.

    Παράλληλα με την άσκηση για την προσωπική τους τελοιποίηση, επιδίδονταν οι μοναχοί και σε εργασία προς όφελος του πλησίον. Η εργασία ήταν απαραίτητος όρος της εδώ μοναχικής ζωής. Στην είσοδο του κοινοβίου υπήρχε η επιγραφή: «μηδείς ράθυμος εισίτω» (δηλαδή, κανείς οκνηρός να μην εισέρχεται). Υπήρχαν εργαστήρια για ποικίλα εργόχειρα, από την πώληση των Οποίων συντηρούνταν η μονή, αλλά και οι ξενώνες, τα πτωχοκομεία, γηροκομία και νοσοκομεία. Η Μονή έτσι είχε το χαρακτήρα ιερής εργαζόμενης πόλης. Υπήρχε και «φροντιστήριο» (Σχολή), στην ποία εκπαιδεύονταν μοναχοί. Απ’ εδώ έπαιρναν ηγουμένους για άλλες μονές και από εδώ εξήλθαν πολλοί επίσκοποι και πατριάρχες της Εκκλησίας (Μόδεστος, Σωφρόνιος).

    Οι μοναχοί του κοινοβίου ήταν 700 περίπου, όχι μόνο έλληνες, αλλά των άλλων εθνοτήτων. Γι’ αυτό οι ναοί της μονής ήταν τέσσερις. Σ’ αυτούς ψαλλόταν η ακολουθία του όρθρου ξεχωριστά ανάλογα με τη διάλεκτο των μοναχών και έπειτα γινόταν στο «καθολικό» η λειτουργία με όλους μαζί τους μοναχούς στην ελληνική γλώσσα. Αυτός ήταν σε γενικές γραμμές ο τρόπος ζωής των μοναχών του κοινοβίου του Αγίου Θεοδοσίου.

    Σχετικά με τη διοργάνωση του μοναχισμού στην Παλαιστίνη στα τέλη του Ε΄ αιώνα, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι υπήρχε το αξίωμα του «επόπτου» όλων των μονών, ο οποίος εκλεγόταν από όλους τους μοναχούς και διοριζόταν από τον Πατριάρχη. Είχε τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη ή Εξάρχου ή Επιτρόπου του Πατριάρχη. Βοηθούσε τον Πατριάρχη στην διεύθυνση όλων των μοναχών, επιτηρούσε στην εκλογή των ηγουμένων, διεβίβαζε τις ανάγκες των μοναχών στον Πατριάρχη ή και στον αυτοκράτορα.

    Όσον αφορά το θεσμό του ηγουμένου, αυτό εκλεγόταν από την αδελφότητά του και ήταν υπεύθυνος για την εσωτερική διοίκηση της Μονής. Καθήκοντά του ήταν η κάλυψη των πνευματικών και των υλικών αναγκών των μοναχών του, δηλαδή η συντήρησή τους, αλλά και η διδασκαλία τους. Η κτιριακή συντήρηση της μονής ανήκε επίσης στον ηγούμενο. Βοηθός του ηγουμένου στον πνευματικό τομέα ήταν ο οικονόμος. Συνήθως σ’ αυτόν παραδιδόταν ο μοναχός, όταν στο κοινόβιο, άλλοτε όμως και σε κάποιον πεπειραμένο γέροντα.

    Η μοναχική κίνηση στην Παλαιστίνη βοήθησε στη διάδοση του Χριστιανισμού και στην ανάπτυξη των θεολογικών γραμμάτων. Τα μοναστήρια ήταν κέντρα προσευχής και μελέτης, κι εστίες αντιγραφής πολλών χειρογράφων. Σ’ αυτά συντέθηκαν οι ύμνοι, πού μέχρι σήμερα ψάλλουμε στην εκκλησία, και διαμορφώθηκαν σταδιακά το τυπικό των ακολουθιών, οι νηστείες κι οι γιορτές. Στον τρόπο ζωής του μοναχισμού της Παλαιστίνης είχαν οπωσδήποτε επίδραση οι διατάξεις του μοναχισμού της Αιγύπτου και της Καππαδοκίας, κυρίως όμως οι διατάξεις του Μεγάλου Βασιλείου.

    Στο τέλος του Ε΄ αιώνα, μετά το θάνατο του Πατριάρχου Σαλλουστίου, εκλέχτηκε πατριάρχης ο Ηλίας Α΄ (494-516), πού προερχόταν από τη Λαύρα του Αγίου Ευθυμίου. Αυτός είναι ο ιδρυτής του μοναστηρίου της Θεοτόκου κοντά στο Ναό της Αναστάσεως. Σ’ αυτό συγκεντρώθηκαν οι μοναχοί του τάγματος των «Σπουδαίων», πού κατοικούσαν μέχρι τώρα στο μετόχι της περιοχής του πύργου του Δαυίδ, κι αυτό απετέλεσε στο εξής το κέντρο της «Αγιοταφιτικής Αδελφότητος». Στη θέση του βρίσκεται σήμερα η Μεγάλη Παναγία και το μοναστήρι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Επικοινωνούσε εσωτερικά με το Ναό της Αναστάσεως.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΒΒΑ ΚΑΙ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ 

    Στις 11 Ιανουαρίου 529 πέθανε ο άγιος Θεοδόσιος. Την ημέρα του θανάτου του τελείται και η μνήμη του. Διάδοχός του υπήρξε ο ηγούμενος Σωφρόνιος, με ενέργειες του οποίου διευρύνθηκε το Κοινόβιο και χτίστηκε νέα εκκλησία της Παναγίας.

    Μετά από τέσσερα έτη, ήτοι στις 5 Δεκεμβρίου του 532, πέθανε και ο άγιος Σάββας σε ηλικία 94 ετών, αφού προηγουμένως προαισθάνθηκε το θάνατό του, περιόδευσε σε όλα τα άγια προσκυνήματα και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων τοποθέτησε το λείψανό του στη θέση πού είναι σήμερα ο τάφος του. Οι Σταυροφόροι το μετέφεραν στην Βενετία απ’ όπου επεστράφη στην εκκλησία των Ιεροσολύμων το 1965. Η μνήμη του αγίου τελείται την ημέρα του θανάτου του (5 Δεκεμβρίου).

Scroll to Top