Οι διωγμοί κατά των χριστιανών της Παλαιστίνης συνεχίστηκαν και μετά την λήξη της εικονομαχίας (843), κυρίως επί του Χαλίφη Μουταβακίλ, πού με διάφορα διατάγματα υποχρέωσε τους χριστιανούς να φορούν ειδική ενδυμασία, απαγόρευσε την πρόσληψή τους σε δημόσιες υπηρεσίες, την ανοικοδόμηση νέων εκκλησιών τη χρήση του σταυρού δημοσίως, την τέλεση της θείας Λειτουργίας και την έξοδο από τις οικίες τους την ημέρα της Παρασκευής. Επέβαλε βαρύτερους φόρους, εξόρισε επισκόπους και ιερείς και κατέστρεψε τα μοναστήρια του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στον Ιορδάνη και του Αγίου Κυριακού.
Ο τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοδόσιος έγραψε στον Ιγνάτιο Κωνσταντινουπόλεως, πού είχε αναλάβει εκ νέου την πατριαρχία μετά την πρώτη εξορία του Φωτίου (864) να αποστείλει όσους Σαρακηνούς μπορούσε προκειμένου να εξευμενίσουν τους κατακτητές. Μετά το θάνατο του Ιγνατίου και τη δεύτερη πατριαρχία του Φωτίου (878), έγραψε άλλη επιστολή, στην οποία ανεγνώρισε την κανονικότητα του Φωτίου κι εξέθεσε τα «πάνδεινα κακά» πού υφίστατο η Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Οι επιστολές αυτές, καθώς και οι προσωπικές αφηγήσεις των Ιεροσολυμιτών απεσταλμένων, κίνησαν το ενδιαφέρον του Αγίου Φωτίου για να γράψει μικρό υπόμνημα περιγραφής των προσκυνημάτων της Ιερουσαλήμ, κυρίως όμως του Αγίου Τάφου.
Η περιγραφή αυτή είναι η 107η απάντηση του έργου του «Αμφιλόχεια» πού απευθύνει προς τον Αμφιλόχιο Κυζίκου ο οποίος του είχε υποβάλλει 300 ερωτήσεις σε δογματικά και εξηγητικά προβλήματα, για να του δώσει απαντήσεις. Αρχίζει δε ως εξής: «Η στοά του Σολομώντα και τα παλαιά άγια των αγίων δεν είναι γνωστά σε κανένα από τους χριστιανούς, γιατί κατέχονται από τους άθεους Σαρακηνούς και χρησιμοποιούνται ως τέμενος. Στους χριστιανούς απαγορεύεται η είσοδος σε μουσουλμανικά ιερά. Ο σωτήριος Τάφος του Χριστού απέχει από την παλαιά Ιερουσαλήμ απόσταση ίση μ’ αυτή πού διανύει το βέλος ενός τόξου. Από την τοποθεσία δε πού λέγεται Άκκρα ή Αγία Σιών απέχει δύο στάδια. (μονάδα μήκους πού αντιστοιχεί με 182 μ. περίπου). Η παλαιά δηλαδή πόλη περιλαμβάνει τη Σιών, η οποία απέχει θέση ακρόπολης και φρουρίου, σαν ένας μεγάλος περίβολος, πού περιλαμβάνει μέσα τα μικρότερα. Όταν ήρθε στα Ιεροσόλυμα η μακαρία Ελένη και καθάρισε τον Ιερό εκείνο χώρο από την πολλή ακαθαρσία, επήρε ένα τμήμα του τείχους, πού γειτόνευε προς το σωτήριο Τάφο και επεξέτεινε την οικοδομή του τείχους. Διεύρυνε την έκταση της πόλης, κάνοντας πλατύτερο περίβολο, μέσα στον οποίο συνέκλεισε και τον Τάφο. Η είσοδος στον Τάφο (δηλαδή στην ανάσταση) γίνεται μέσα των πυλών του Θυσιαστήριο (δηλ. του Μαρτυρίου) στο οποίο εισέρχεται κανείς από το εξωτερικό αίθριο. Η πηγή όμως της αθανασίας μας δηλαδή ο Τάφος είναι βράχος φυσικός πού έχει γίνει τάφος με το σκάλισμα. Έχει δε σκαλιστεί με κατεύθυνση από ανατολάς προς δυσμάς. Το ύψος του είναι όσο το ανάστημα ενός ανθρώπου και το πλάτος του όσο χωράει να περάσει μόνο ένας άνθρωπος. Κατά μήκος είναι δυνατό να χωρέσει τρεις ή τέσσερις ανθρώπους. Στο εσωτερικό του λαξευμένου βράχου υπάρχει κοίλο λάξευμα σε σχήμα παραλληλεπιπέδου, το οποίο είναι δυνατό να δεχτεί το σώμα ενός ανθρώπου, και επάνω στο οποίο λέγεται ότι ο πιστός εκείνος Ιωσήφ τοποθέτησε το Δεσποτικό και άχραντο εκείνο Σώμα. Το σημείο από το οποίο είχε αρχίσει ο τεχνίτης να λαξεύει η είσοδος δηλ. ή το στόμιο του Τάφου, είναι προς την ανατολή με αποτέλεσμα να προσκυνούν οι εισερχόμενοι με κατεύθυνση προς τη δύση. Ο λίθος πού έκλεινε τον Τάφο λέγεται ότι έχει διαιρεθεί σε δύο τμήματα και ότι ένα απ’ αυτά έχει καλυφθεί με χαλκό και βρίσκεται πλησίον του Τάφου, χρησιμοποιούμενο ως Αγία Τράπεζα στην περίοδο των αγίων παπών, ενώ το άλλο είναι τοποθετημένο σε κάποιο τμήμα του γυναικωνίτη προς το δυσμάς και εκτεθειμένο σε κοινή προσκύνηση»
Η περιγραφή αυτή του Αγίου Φωτίου είναι σημαντικότατη, γιατί μας περιέχει το ιστορικό της ανοικοδόμησης των Κωνσταντινείων Ναών και σαφή εικόνα του Αγίου Τάφου τον 9ο αιώνα. Διάδοχος του Θεοδοσίου εκλέχτηκε ο Ηλίας Γ΄ Μανσούρ ο αντιπρόσωπος του οποίου ανεγνώρισε το Φώτιο, ως κανονικό πατριάρχη, στη μεγάλη σύνοδο το 879 στην Κωνσταντινούπολη υπογράφοντας τα πρακτικά της ως εξής: «Ηλίας ελέω Θεού μοναχός, πρεσβύτερος και τοποτηρητής της των Ιεροσολυμιτών Εκκλησίας, αποδέχομαι τον αγιώτατο αρχιερέα Θεού, πατριάρχην εννόμου και κεκανονισμένου καθώς απεδέξατο αυτόν Θεοδόσιος, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο διάδοχος αυτού Ηλίας.