Ο Άγιος Κύριλλος γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα το 315. Χειροτονήθηκε διάκονος, πρεσβύτερος και επίσκοπος Ιεροσολύμων από τον αρειανό επίσκοπο Καισαρείας Ακάκιο, επειδή τασσόταν με τους «ομοιουσιανούς». Αμέσως μετά την χειροτονία του ανέλαβε την υποστήριξη των δογμάτων της Νικαίας, πράγμα πού τον έφερε σε ρήξη με τον Ακάκιο και συνετέλεσε στο να εξοριστεί τρεις φορές το 357, το 360 και το 367. Η τρίτη εξορία έγινε από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα και διάρκεσε 11 έτη. Έλαβε μέρος στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381.
Επί της επισκοπείας του ο Ιουλιανός ο παραβάτης κατέστρεψε τη Μονή του Αγίου Ιλαρίωνα και άλλες εκκλησίες και άρχισε να οικοδομεί τον Ναό Σολομώντα. Οι Ιουδαίοι επαναστατούσαν και κατεδίωκαν τους χριστιανούς. Οι ίδιοι οι Χριστιανοί, λόγω διαφόρων κατηγοριών, δεν τον ανεγνώριζαν σαν επίσκοπό τους. Ο Γρηγόριος Νύσσης επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους με σκοπό να μεσολαβήσει, αλλά απέτυχε. Κατόρθωσε τελικά να επιβληθεί ο Άγιος Κύριλλος με την αγαθότητά του και την προσήνειά του.
Επί της εποχής του επίσης ήρθαν στους Αγίους Τόπους οι Λατίνοι πρεσβύτεροι Ιερώνυμος και Ρουφίνος με την μαθήτριά του Παύλα. Ο δεύτερος ίδρυσε μοναστήρι στην Βηθλεέμ. Την Παλαιστίνη επισκέφτηκε την ίδια εποχή και ο Μέγας Βασίλειος. Ο Άγιος Κύριλλος ήταν επίσκοπος Ιεροσολύμων όταν φάνηκε στον ουρανό το σημείο του Σταυρού, πού έφτασε από τον Γολγοθά μέχρι το όρος των Ελαιών, και έγραψε τότε επιστολή προς τον γιό του Μ. Κωνσταντίνου Κωνστάντιο, πού διαβάζεται μέχρι σήμερα στην ημέρα της εορτής «του εν ουρανώ φανέντος Τιμίου Σταυρού», 7 Μαΐου 351. Πέθανε το 356, στις 18 Μαρτίου, πού καθιερώθηκε σαν ημέρα μνήμης του.
Πρόσφερε πολλά στην Θεολογία της Εκκλησίας με τις Κατηχήσεις του, πού εκφώνησε το 348. Αυτές αποτελούνται από την Προκατήχηση, πού έχει θέση προλόγου, από 18 κατηχήσεις, πού απευθύνονται στους «φωτιζόμενους», σ’ αυτούς δηλαδή πού κατηχούνται προκειμένου να βαπτιστούν, και από τις 5 Μυσταγωγικές κατηχήσεις, πού απευθύνονται στους «νεοφώτιστους», νεοβαπτισθέντες.
Είναι μοναδικό μνημείο της εκκλησιαστικής φιλολογίας, γιατί μας δίδουν πολύτιμες πληροφορίες για την τότε κατάσταση της Εκκλησίας, για τους ναούς, για τις τελετές, για την υπάρχουσα αντίθεση μεταξύ των εθνικών και των χριστιανών και για τρόπο κατήχησης των προσερχομένων στον Χριστιανισμό. Η κατήχηση αυτή γινόταν περίπου ως εξής:
Όσοι ήθελαν να βαπτιστούν, δήλωναν το όνομα τους πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή σ’ ένα ορισμένο πρεσβύτερο. Την πρώτη ημέρα της Σαρακοστής τοποθετούνταν θρόνος στον Ναό του Γολγοθά για τον επίσκοπο με έδρες για τους πρεσβυτέρους δεξιά και αριστερά. Προσέρχονταν έπειτα οι Κατηχούμενοι με συνοδεία πατέρων οι νέοι και των μητέρων οι νέες. Γινόταν ανάκριση για τον καθένα από τον επίσκοπο για τον βίο του και αν μεν βρισκόταν υπάκουος, τίμιος κ.τ.λ. γραφόταν στον κατάλογο, αλλιώς αποπεμπόταν, για να επιστρέψει διορθωμένος το επόμενο έτος. Οι ξένοι έπρεπε να φέρουν μαρτυρίες γνωστών προσώπων.
Την δεύτερη ημέρα διαβαζόταν οι εξορκιστικές ευχές, πράγμα πού επαναλαμβανόταν μέχρι και την Τεσσαρακοστή, και άρχιζε η κατήχηση. Ο επίσκοπος ερμήνευε την Αγία Γραφή γραμματικώς, ύστερα πνευματικώς. Άρχιζε από τη Γένεση, δίδασκε τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης κι εξηγούσε το Σύμβολο της Πίστεως την έκτη και την έβδομη εβδομάδα. Κάθε κατηχητικό μάθημα διαρκούσε τρεις ώρες περίπου.
Την Κυριακή των Βαΐων οι Κατηχούμενοι υποβάλλονταν τρόπον τινά σε εξετάσεις. Απήγγειλαν το Σύμβολο της Πίστεως και ανέμεναν το βάπτισμα, πού γινόταν το Πάσχα. Στις οκτώ ημέρες, πού ακολουθούσαν το Πάσχα απαγγέλλονταν οι Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, με τις οποίες οι «νεόφωτοι» (νεοφώτιστοι, νεοβαπτισθέντες κατατοπίζονταν γύρο από τα μυστήρια του χριστιανισμού και τις βαθιές χριστιανικές αλήθειες).