Ο Σάββας ο ηγιασμένος γεννήθηκε το 439 στην Μουταλάσκη της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Μετά από δεκαετή παραμονή στην εκεί μονή του Φλαβιανού, ήρθε στην Παλαιστίνη σε ηλικία 18 ετών και ζήτησε από τον άγιο Ευθύμιο να τον δεχτεί στην Λαύρα. Επειδή όμως ήταν νεαρός, τον έστειλε πρώτα στο κοινόβιο του Αγίου Θεοκτίστου, όπου έμεινε για 10 έτη. Έπειτα ασκήθηκε με την καθοδήγηση του ηγουμένου Λογγίνου, ζώντας 5 ολόκληρα έτη μόνος του σε σπήλαιο, πού ήταν κοντά στο κοινόβιο. Ερχόταν στο κοινόβιο μόνο τα Σαββατοκύριακα, φέροντας το εργόχειρό του (50 κάνιστρα), για να συμμετάσχει στην σύναξη των πατέρων.
Όταν στις Μεγ. Σαρακοστές ο άγιος Ευθύμιος αναχωρούσε στην έρημο, τον έπαιρνε μαζί του και τον δίδασκε την τέχνη της μοναχικής ζωής. Συνήθιζε να τον ονομάζει «παιδαριογέροντα» λόγω της φρονήσεώς του παρά το νεαρό της ηλικίας του. Από το 473 κι εξής επισκεπτόταν και διέμενε στις μονές του Σαρανταρίου όρους, του Προδρόμου, και του Ιωάννου Χοζεβίτου. Από το 484 κι’ εξής ήρθε και έμενε για μια πενταετία σ’ απόκρημνο σπήλαιο του χειμάρρου των Κέδρων, από του Σιλωάμ προς νότο.
Επειδή οι γύρω αναχωρητές ζήτησαν να τεθούν υπό την χειραγωγία του, άρχισε να οικοδομεί κελιά στην δεξιά πλευρά του χειμάρρου. Ήταν από τα πρώτα της μέχρι σήμερα ονομαστής Λαύρας. Έπειτα έκτισε εκκλησία, πού την ονόμασε «θεόκτιστο», επειδή η κοιλότητα του βράχου, μέσα στην οποία χτίστηκε, φαινόταν σαν κατασκευασμένη από θείο χέρι. Σ’ αυτή ετελείτο τα Σαββατοκύριακα η λειτουργία, οσάκις υπήρχε ιερέας.
Τον άγιο Σάββα χειροτόνησε σε ιερέα ο Πατριάρχης Σαλλούστιος, όταν το 486 μερικοί στασιαστές μοναχοί παραπονέθηκαν ότι δεν είναι ικανός να τους διακυβερνήσει. Λίγο αργότερα δέχτηκε στη Λαύρα τρεις Αρμένιους στους οποίους παραχώρησε μικρό παρεκκλήσιο, για να τελούν στη δική τους γλώσσα τις ακολουθίες. Την ίδια εποχή (491) ήρθε στη Λαύρα ο επίσκοπος Κολωνίας της Αρμενίας Ιωάννης κι’ αποκρύπτοντας την ιδιότητά του παρέδωσε τον εαυτό του σαν αρχάριος μοναχός στη χειραγωγία του οικονόμου στης Λαύρας. Μαγείρευε, ξενοδόχευε και τους υπηρετούσε τους οικοδόμους με μεγάλη ταπείνωση.
Σε απόσταση 10 σταδίων προς το βορά της Λαύρας άρχισε να κτίζει ο άγιος Σάββας κοινόβιο για την προπαιδεία των αρχαρίων μοναχών, επειδή πίστευε ότι «ώσπερ άνθος προηγείται καρποφορίας, ούτος και ο κοινοβιακός βίος του αναχωρητικού». Για τους γέρους ίδρυσε την μονή των Καστελλιών. Για να χωρούν όλοι οι μοναχοί, ίδρυσε νέα μεγάλη εκκλησία της Θεοτόκου, στην οποία η ακολουθία γινόταν την Κυριακή, ενώ το Σάββατο γινόταν στην εκκλησία του σπηλαίου (σημερινή αγίου Νικολάου).
Στη Λαύρα προσήλθαν κι’ Ίβηρες (Γεωργιανοί) μοναχοί. Τις σχέσεις μεταξύ των μοναχών διαφόρων εθνοτήτων κανόνισε ο άγιος Σάββας με ειδικές διατάξεις. Στη συντήρηση της Λαύρας συνέβαλε η μητέρα του Αγίου Σάββα, όταν μετά το θάνατό του συζύγου της πούλησε τα υπάρχοντά της κι’ έδωσε τα χρήματα στον γιό της, ο οποίος αγόρασε ξενώνα και κτήματα στην Ιεριχώ και ξενώνα στη θέση του πύργου του Δαυίδ, όπου έμεναν πρώτα οι Σπουδαίοι, κι όπου τελευταία έκτισε διάφορα οικήματα ο Σκευοφύλακας του Αγίου Τάφου Αρχιμ. Ευθύμιος.
Το 492, όπως αφηγείται ο βιογράφος Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, ο Πατριάρχης Σαλλούστιος προχείρισε «Επόπτην, έξαρχον, άρχοντα και νομοθέτη του αναχωρητικού βίου και πάντων των εν ταις κέλλαις ζήν προαιρουμένων, τον όσιον Σάββαν, αρχηγόν δε και νομοθέτην παντός του κοινοβιακού κανόνος τον όσιον Θεοδόσιον». Η εν λόγω λαύρα ονομάστηκε στο εξής «Μέγιστη Λαύρα», ενώ «Νέα Λαύρα» ονομάστηκε αυτή, πού έκτισαν με άδεια του Αγίου Σάββα οι εναντίον του (60 περίπου) στασιαστές μοναχοί στη Θεκωέ (507). Αυτοί ονομάστηκαν «νεολαυρίτες» ή «ωριγενιστές» επειδή έπειτα ασπάστηκαν τις πεπλανημένες ιδέες του Ωριγένη.