Επί της επισκοπείας του Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου 9422-428) ακμάζουν στην εκκλησία Ιεροσολύμων μεγάλες μοναχικές μορφές, πρώτη των οποίων ήταν η του αγίου Ευθυμίου, πού γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς στη Μελιτινή της Αρμενίας το 376, Τριετής έμεινε ορφανός και διδάχτηκε τα ιερά γράμματα από τον θείο του και άλλους ευσεβείς διδασκάλους. Μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή και τους βίους των παλαιών αγίων ανδρών. Ενωρίς αισθάνθηκε κλίση προς τη μοναχική ζωή και εικοσαετής χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Επειδή όμως δεν ήθελε να κατευθύνει τη ζωή των άλλων, πριν να τελειοποιηθεί ο ίδιος, εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήρθε στην Ιερουσαλήμ το 406.
Μετά την προσκύνηση του Παναγίου Τάφου και των πλησίον των Ιεροσολύμων ιερών Μονών, κατοίκησε για πέντε έτη στη Λαύρα του Αγίου Χαρίτωνα στη Φαράν, όπου επιδόθηκε σε αυστηρότατη άσκηση. Ζούσε πλέκοντας καλάθια. Με τον συνασκητή και φίλο του όσιο Θεόκτιστο απομακρυνόταν από τα φώτα των Βαΐων σε έρημο τόπο κοντά στη Νεκρά θάλασσα, αποξενώνοντας τον εαυτό τους από κάθε ανθρώπινη επικοινωνία, συζώντας και συνομιλώντας μόνο με το Θεό. Μια από αυτές τις φορές (411), πέρασαν από την έρημο του Κουτιλά, πού την διέσχιζε αδιαπέραστος χείμαρρος, στις απόκρημνες όχθες του οποίου βρήκανε ένα φυσικό σπήλαιο μέσα σε βράχο και κατοίκησαν. Βοσκοί από τη Βηθανία τους έκανε γνωστούς στη γύρω περιοχή και η αγιότητα τους είλκυε γύρο τους πρώτους μοναχούς, για χάρη των οποίων ίδρυσαν μονή, πού πήρε την ονομασία «κάτω Μονή» του οσίου Θεοκτίστου. Ο Άγιος Θεόκτιστος ανέλαβε την επιστασία της Μονής, ενώ ο Άγιος Ευθύμιος την χειραγωγία των μοναχών, βασιζόμενος στις μοναχικές διατάξεις του Μεγάλου Βασιλείου και την προσωπική του πείρα, ύστερα από την πολυετή άσκηση.
Η άσκηση των μοναχών του συνίστατο στην υπακοή και την αποκοπή του ιδίου θελήματος. Όταν ο μοναχός προσπαθεί να στήσει το ατομικό του θέλημα, απομακρύνεται από το σκοπό του, πού είναι η εν Χριστό ελευθερία. Γίνεται δούλος του θελήματος του. Ασκούνται επί πλέον οι μοναχοί στην μελέτη του θανάτου και το εργόχειρο, κατά το υπόδειγμα του Απ. Παύλου.
Γύρω στα 420 έφθασε στη μονή πλήθος Σαρακηνών με επί κεφαλής τον Ασπέβετο, αρχηγό της φυλής, πού είχε εγκαταλείψει την Περσία μαζί με χριστιανούς, ύστερα από διωγμό πού είχε εξεγερθεί εναντίον τους. Ο Άγιος Ευθύμιος θεράπευσε πάθος του φυλάρχου κι’ αργότερα βάφτισε την φυλή των Σαρακηνών και τον αρχηγό της μετονομάζοντάς τον σε Πέτρο. Σταδιακά ο Πέτρος προσείλκυσε και άλλους σκηνίτες στο χριστιανισμό κι όλοι μαζί κατοίκησαν γύρω απ’ τη μονή του Αγίου Θεοκτίστου σε παρεμβολές, δηλαδή σε σκηνές, παραπήγματα, στρατιωτικά καταλύματα. Ο Άγιος Ευθύμιος παρεκάλεσε τον Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο και χειροτόνησε τον Πέτρο σε επίσκοπο Παρεμβολών, το 425.
Επειδή όμως ο άγιος ποθούσε της ησυχία, αναχώρησε νοτιότερα προς την Νεκρά θάλασσα, στο όρος Μαρία (Μίρδ), όπου έθεσε τις βάσεις μεγάλης μονής, πού αποπερατώθηκε αργότερα. Έπειτα ήρθε και κατοίκησε στα σπήλαια της περιοχής Άϊν Γκέντι, όπου ο Σαούλ κατεδίωκε τον Δαυίδ. Κι’ εδώ νέα μονή, πού την ονόμασε Αριστοβουλειάδα, από το όνομα της πλησίον κώμης Αριστοβουλειάδας. Έπειτα όμως κι εδώ δεν βρήκε ησυχία, ήρθε και κατοίκησε στο εξής σ’ αναχωρητήριο κοντά στην μονή του οσίου Θεοκτίστου.
Προς χάρη των πολλών μοναχών, πού προσέρχονταν να τους καθοδηγήσει, ίδρυσε μεγάλη λαύρα, πού πήρε το όνομα του (Λαύρα Αγίου Ευθυμίου) κι εγκαινιάστηκε από τον Ιουβενάλιο Ιεροσολύμων το 429. Τα οικοδομήματα της Λαύρας επεκτάθηκα, γιατί πλήθαιναν οι μοναχοί. Την πνευματική τους καθοδήγηση είχε ο Άγιος Ευθύμιος, γνώμονας και κανόνας του μοναχικού βίου. Υπολείμματα της Λαύρας του Αγίου Ευθυμίου, δάπεδο του ναού, τράπεζα της μονής, τάφος του Αγίου κ.α., βρέθηκαν σ’ ανασκαφές του 1929, αλλά και σε πρόσφατες.
Στην ορθόδοξη παράδοση έχουμε δύο τρόπους μοναχικής ζωής, αυτόν του κοινοβίου, στο οποίο η ζωή είναι κοινή κι αποτελεί ένα προκαταρκτικό στάδιο δοκιμασίας, για να συνειδητοποιήσει ο μοναχός με την βοήθεια του πνευματικού του καθοδηγητού, εάν μπορεί να μεταβεί στη Λαύρα, η οποία είναι συνοικία μοναχών με κελιά, πού απέχουν μεταξύ τους αρκετά. Οι μοναχοί ζούνε σ’ αυτά ως «ερημίτες ή αναχωρητές», ως «ηγούμενοι στο κελί τους», κατά τον άγιο Σάββα, κι όχι ως κοινοβιάτες. Εκκλησιάζονται όμως σε ένα κοινό ναό και κατευθύνονται από κοινό πνευματικό αρχηγό. Αργότερα η λέξη Λαύρα απλών την μεγάλη μονή, το «μεγάλο κι ονομαστό κοινόβιο». Οι αρχαιότερες ονομαστές λαύρες ήταν του αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου (473) και του μαθητού του αγίου Σάββα (532).